- ἐπίκτητε
- ἐπίκτητοςgained besidesmasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐπίκτητε — Ἐπίκτητος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)